Σταύρος Μαυρογένης
Πηγή: euractiv.gr
Στις 18 Ιανουαρίου η Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης (REGI) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έλαβε μία σημαντική απόφαση. Βελτιώνοντας την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενέκρινε σχεδόν ομόφωνα τον λεγόμενο «Κανονισμό περί Κοινών Διατάξεων» εισάγοντας νέες διατάξεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και την υποστήριξη της ενεργειακής μετάβασης των ευρωπαϊκών περιοχών που εξαρτώνται άμεσα από το κάρβουνο.
Ο συγκεκριμένος κανονισμός καθορίζει τους όρους και τις αρχές που διέπουν τη χρηματοδότηση της πολιτικής συνοχής από το 2021 έως το 2027 και σε αντίθεση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής που προέβλεπε €330.6 δις ευρώ, ο προϋπολογισμός της συνοχής πλέον ανέρχεται στα €378.1 δις ευρώ σε τιμές 2018. Η πολιτική συνοχής θα αποκλείει πλέον τη χρηματοδότηση επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα και θέτει ως προτεραιότητα την ενεργειακή απόδοση. Το σημαντικότερο σημείο όμως του Κανονισμού είναι ότι στις πλέον ευάλωτες, αλλά και στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες της ΕΕ το ποσοστό της συγχρηματοδότησης θα ανέλθει στο 85%, έναντι της πρότασης της Επιτροπής για 70%.
Η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας ως πρωταθλήτρια στην ανεργία στην Ελλάδα και ως μια από πιο φτωχότερες περιφέρειες στην ΕΕ θα έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει περισσότερα κονδύλια για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μετάβασή της στην εποχή μετά το κάρβουνο. Η μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο δεν λειτούργησε υποστηρικτικά ως προς την οικονομία της περιοχής, αλλά αντιθέτως της στέρησε τη δυνατότητα ανάπτυξης εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να αυξήσουν το τοπικό εισόδημα και να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην κατασκευή της νέας μονάδας «Πτολεμαΐδα 5» και προχωράει τον διαγωνισμό για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε μία προσπάθεια παράτασης της ζωής του βρόμικου λιγνίτη, καταδικάζοντας με αυτό τον τρόπο τη Δυτική Μακεδονία σε μια «παγίδα φτώχειας και υπανάπτυξης» που θα την φέρει σε τέλμα για τις επόμενες δεκαετίες.
Την ίδια στιγμή, τα προγραμματιζόμενα σχέδια για τη μετάβαση είναι ανεπαρκή και κινούνται σε αργούς ρυθμούς. Το προσφάτως ιδρυθέν Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης καθυστερεί δραματικά να τεθεί σε λειτουργία και διαθέτοντας έναν περιορισμένο προϋπολογισμό, δεν επαρκεί από μόνο του να εξασφαλίσει τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή. Ο κίνδυνος οι τοπικές κοινωνίες των λιγνιτικών περιοχών να βιώσουν μια βίαιη μετάβαση είναι παραπάνω από ορατός. Η χρηματοδότηση της μετάβασης δεν αποτελεί μία απλή διαδικασία, αλλά απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός. Το σημείο κλειδί είναι να μόχλευση κονδυλίων από διαφορετικούς χρηματοδοτικούς πόρους, η οποία θα αποδώσει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα ως προς τις επενδύσεις, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αποκατάσταση των ορυχείων και των εδαφών, αλλά και την ανάπτυξη βιώσιμων εναλλακτικών δραστηριοτήτων.
Τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμη οριστικά. Ο Κανονισμός θα συζητηθεί στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου και μετά θα ακολουθήσει ο τρίλογος με την Επιτροπή και το Συμβούλιο. Αυτό που μένει είναι οι Έλληνες ευρωβουλευτές να εγκρίνουν τις προτάσεις της REGI στην ολομέλεια της 13ης Φεβρουαρίου και η ελληνική κυβέρνηση στο Συμβούλιο να υποστηρίξει σθεναρά τον Κανονισμό, ώστε η χώρα μας να διεκδικήσει τους απαραίτητους εκείνους πόρους για τις περιοχές που εδώ και δεκαετίες έχουν θυσιαστεί άδικα για τον εξηλεκτρισμό και την ανάπτυξη της χώρας.