Greek News

Κοζάνη: Από τον λιγνίτη στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Αλεξάνδρα Καστάνια

Πηγή: popaganda.gr

Επισκεφθήκαμε το χωριό Άγιοι Ανάργυροι όπου η κατολίσθηση του ορυχείου έθεσε σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, παρακολουθήσαμε το 1ο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Δημάρχων και διαπιστώσαμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση στο θέμα της ενέργειας.

Περπατώντας στον οικισμό Άγιοι Ανάργυροι της Κοζάνης, αντικρίζουμε εικόνες ερημοποίησης και εγκατάλειψης. Λίγοι – κυρίως ηλικιωμένοι – κάτοικοι καθισμένοι στο καφενείο, σπίτια με έντονες ρωγμές στους τοίχους, έδαφος που σε αρκετά σημεία έχει ανοίξει στα δύο. Στο τέλος του κεντρικού δρόμου, η άσφαλτος κόβεται απότομα και ακολουθεί γκρεμός σαράντα μέτρων.

«Μην πλησιάζετε στην άκρη. Υπάρχει κίνδυνος να γίνει ακόμη μεγαλύτερη κατολίσθηση», μας προειδοποιεί ο πρόεδρος του χωριού, Γιώργος Τσισμαλίδης. Βρισκόμαστε πλέον στο μέρος όπου το λιγνιτωρυχείο Αμυνταίου κατέρρευσε τον περυσινό Ιούνιο, λίγα μόλις μέτρα μακριά από τα σπίτια και, από τύχη, δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές.

Το συγκεκριμένο ορυχείο δημιουργήθηκε το 1982. Έως τότε, οι κάτοικοι των Αγίων Αναργύρων ζούσαν κυρίως από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η εξόρυξη λιγνίτη και η καύση του στο κοντινό εργοστάσιο της ΔΕΗ, προκειμένου να τροφοδοτείται η χώρα με ηλεκτρική ενέργεια, πρόσφεραν μεγάλο αριθμό νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Έτσι, αρκετοί ντόπιοι άφησαν τα χωράφια και τα ζώα τους για να απασχοληθούν εκεί. Μέσα στα επόμενα χρόνια, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις, με σοβαρότερες την έντονη περιβαλλοντική ρύπανση και την επιδείνωση της υγείας των κατοίκων. «Η μετεγκατάσταση του χωριού σε άλλη περιοχή μάς απασχολούσε τις τελευταίες δύο δεκαετίες», σημειώνει ο κ. Τσισμαλίδης. «Εξαιτίας του λιγνίτη, υπήρχε παντού τέφρα, σκόνη και κάρβουνο, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης είχαν μειωθεί από 15 σε 2 χιλιάδες στρέμματα, ενώ το ορυχείο έδειχνε να έχει προβλήματα σταθερότητας. Ωστόσο, όσο κι αν ζητούσαμε να μετακινηθούμε σε νέο οικισμό, οι αρμόδιοι φορείς αδιαφορούσαν ή ισχυρίζονταν ότι δεν υπήρχαν κονδύλια για κάτι τέτοιο».

Εν τέλει, το 2011, η κυβέρνηση ενέκρινε τη μετεγκατάσταση των Αγίων Αναργύρων και, τρία χρόνια αργότερα, σε ψηφοφορία που διεξάχθηκε σχετικά με την τοποθεσία της ίδρυσης του νέου οικισμού, το 70% των κατοίκων επέλεξε την περιοχή Κουρί στον δήμο Εορδαίας. Το συνολικό κόστος της διαδικασίας υπολογίστηκε στα 35-40 εκατομμύρια ευρώ. Τον Ιούνιο του 2017, με την κατολίσθηση του ορυχείου, όπου αποκολλήθηκαν 80 εκατομμύρια κυβικά μέτρα εδαφικών μαζών και κινδύνεψαν ανθρώπινες ζωές, δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλη χρονοτριβή. Η απαλλοτρίωση του χωριού και η μετακίνηση των ντόπιων σε ασφαλέστερη τοποθεσία έγιναν ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη.

Τότε, διακόσιοι από τους μόνιμους κατοίκους έφυγαν αμέσως από τα σπίτια τους και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Πτολεμαΐδα με τη ΔΕΗ να καλύπτει τα έξοδα για το ενοίκιό τους και μόλις τριάντα έμειναν πίσω, είτε γεωργοί και κτηνοτρόφοι που ήθελαν να προστατέψουν τις περιουσίες τους, είτε άνθρωποι συναισθηματικά δεμένοι με τον τόπο τους που αρνήθηκαν να τον εγκαταλείψουν. «Όμως, πρέπει να απομακρυνθούν όλοι, γιατί δεν αποκλείεται νέα υποχώρηση του εδάφους», επισημαίνει ο κ. Τσισμαλίδης. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο ίδιος, 70 οικογένειες κατέθεσαν μήνυση προς τη ΔΕΗ για την κατολίσθηση του ορυχείου, αλλά η επιχείρηση αρνείται να αναλάβει την ευθύνη για το συμβάν, αποδίδοντάς το σε φυσική καταστροφή.

Σήμερα, τόσο οι κάτοικοι των Αγίων Αναργύρων που έχουν παραμείνει στο χωριό, όσο κι εκείνοι που εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα, αναμένουν τις απαραίτητες υπογραφές από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την απαλλοτρίωση του κατεστραμμένου οικισμού, ώστε να ακολουθήσει η ίδρυση του νέου και η μετακίνησή τους. Συζητώντας μαζί τους, η θλίψη για ό,τι έχει προηγηθεί και η αγωνία για να επισπευσθούν τα επόμενα βήματα είναι εμφανείς. Στο μεταξύ, καλούνται να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ, ακόμη και για τα σπίτια που έχουν εγκαταλειφθεί. «Σε αυτό το μέρος, δεν υπάρχει μέλλον», συνοψίζει ο κ. Τσισμαλίδης. «Η κοινότητα πρέπει να αλλάξει τόπο κατοικίας όσο το δυνατόν συντομότερα και να αναζητήσει νέες θέσεις απασχόλησης εκεί. Αν, μέχρι το τέλος του μήνα, η κυβέρνηση δεν ξεκινήσει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, θα καταφύγουμε σε διαμαρτυρίες».

Έναρξη ευρωπαϊκής συνεργασίας με ορίζοντα τη μεταλιγνιτική εποχή

Η ιστορία του χωριού των Αγίων Αναργύρων, οι αρνητικές επιπτώσεις του λιγνίτη συνολικά (υψηλό κόστος, εκπομπή ρυπογόνων ουσιών, αυξημένα κρούσματα καρκίνου, πρόωροι θάνατοι), καθώς και η ολοένα και εντονότερη κλιματική αλλαγή, αναζωπυρώνουν τη συζήτηση για την ανάγκη μείωσης της χρήσης του και στροφής σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το συγκεκριμένο ζήτημα αποτέλεσε και τον θεματικό άξονα του 1ου Φόρουμ Δημάρχων για τη Δίκαιη Μετάβαση των ανθρακοφόρων/λιγνιτικών περιφερειών της Ευρώπης, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου στην Κοζάνη.

Στη διάρκεια αυτού, δήμαρχοι από λιγνιτικές περιοχές της Γερμανίας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας, στελέχη περιφερειακής αυτοδιοίκησης, μέλη περιβαλλοντικών οργανώσεων και εκπρόσωποι εργατικών σωματείων περιέγραψαν τις εμπειρίες τους και διατύπωσαν τις προτάσεις τους για το μέλλον. «Τα τελευταία εκατό χρόνια, η Ευρώπη βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην εξόρυξη άνθρακα», τονίστηκε κατά τη διάρκεια του Φόρουμ. «Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα γίνει η μετάβαση σε άλλες πηγές ενέργειας, αλλά με ποιο τρόπο, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιη για τους εργαζόμενους στα ορυχεία και τους λιγνιτικούς σταθμούς, τις τοπικές κοινωνίες, τις μελλοντικές γενιές».

Στην αρχή της συζήτησης, τον λόγο πήρε ο εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής επιτροπής για θέματα ενέργειας και απεσταλμένος του Αντιπροέδρου της Κομισιόν, Εero Ailio, υποστηρίζοντας ότι «όσον αφορά στη χρηματοδότηση της πορείας προς ένα νέο ενεργειακό μοντέλο, υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν πόροι που έχουν ήδη συγκεντρωθεί για άλλα πρότζεκτ, τα οποία δεν έχουν υλοποιηθεί. Επιπλέον, παγκόσμιοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί μπορούν να συμβάλουν υπέρ του συγκεκριμένου σκοπού». Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, στο πέρασμα προς τη μεταλιγνιτική εποχή, είναι σημαντικό να υπάρχει και η υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών.